- πληροσέληνος
- -ον, ΜΑ1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαήςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνονη πανσέληνοςαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνοςμτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς πληροσελήνου τῆς ἑαυτῆς τὰς νεφέλας... ἀπωσαμένη», Μεθόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ευ-σέληνος, παν-σέληνος].
Dictionary of Greek. 2013.